Μιχαήλ — I (εβρ. Μικαέλ = τις ως ο Θεός;). Όνομα με το οποίο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ο άγγελος φύλακας του Ισραήλ. Αναφέρεται επίσης στην Καινή Διαθήκη και στα απόκρυφα κείμενα. Η λατρεία του στη χριστιανική Εκκλησία (Αρχάγγελος Μιχαήλ) είναι… … Dictionary of Greek
Μιχαήλ Άγγελος — I Όνομα δύο δεσποτών της Ηπείρου. 1. Μ. Α’ Ά. Κομνηνός (12ος 13ος αι.). Ιδρυτής του δεσποτάτου της Ηπείρου, ενός από τα τρία ελληνικά κράτη που δημιουργήθηκαν μετά την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους. Νόθος γιος του… … Dictionary of Greek
Μιχαήλ ο Γενναίος — (1557 – 1601). Ηγεμόνας της Βλαχίας (1593 1601). Στη διάρκεια της ηγεμονίας του αρνήθηκε να καταβάλει φόρο στο Σουλτάνο και αργότερα εξεγέρθηκε εναντίον των Τούρκων έχοντας και την υποστήριξη του αυτοκράτορα Ροδόλφου. Για ορισμένο χρονικό… … Dictionary of Greek
Μιχαήλ Ομπρένοβιτς — (1823 – 1868). Ηγεμόνας της Σερβίας (1839 42 και 1860 68), νεώτερος γιος του Μίλος. Διαδέχτηκε τον αδελφό του Μίλαν μετά τον θάνατό του (1839), αλλά αντιμετωπίζοντας την έντονη αντίδραση των κομμάτων αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα του (1842).… … Dictionary of Greek
Μιχαήλ Ρομανόφ — (1596 – 1645). Τσάρος της Ρωσίας (1613 45), γιος του μητροπολίτη Ροστόβ Φιλάρετου. Διάδοχος του τελευταίου τσάρου της δυναστείας των Ρούρικ Θεόδωρου, ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία μόλις 16 ετών (1613) με την υποστήριξη των βογιάρων και του κλήρου … Dictionary of Greek
Ραγκαβές Μιχαήλ A’ — (811 813). Αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Καταγόταν από επιφανή οικογένεια της Κωνσταντινούπολης και σύζυγός του ήταν η Προκοπία, θυγατέρα του γενικού λογοθέτη Νικηφόρου. Μετά την τελευταία εκστρατεία του Νικηφόρου εναντίον των Βουλγάρων, στη… … Dictionary of Greek
Δαμασκηνός, Μιχαήλ — (περ. 1530 – 1592;). Κρητικός ζωγράφος φορητών εικόνων. Εργάστηκε στο Ηράκλειο (έως το 1574 και μετά το 1584), στη Βενετία (1574 82) και στην Κέρκυρα (1582 84). Ξεχώρισε από τους σύγχρονούς του, Κρητικούς και άλλους, με τον πλούτο της παραγωγής… … Dictionary of Greek
Βρούμπελ, Μιχαήλ — (Mikhail Vrubel, Σιβηρία 1856 – Πετρούπολη 1910). Ρώσος ζωγράφος. Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πετρούπολης. Επισκέφθηκε πολλές φορές την Ιταλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ελλάδα και την Ελβετία. Τα έργα του προβάλλουν προβλήματα της… … Dictionary of Greek
Γκλίνκα, Μιχαήλ Ιβάνοβιτς — (Mikhail Ivanovich Glinka, 1867 – 1927).Ρώσος μουσικοσυνθέτης. Ερασιτέχνης μουσικός στα πρώτα νεανικά του χρόνια (τραγουδιστής, βιολιστής, πιανίστας και συνθέτης), συμπλήρωσε τη μουσική του κατάρτιση με τη μελέτη της αντίστιξης και με ένα ταξίδι… … Dictionary of Greek
Γκορμπατσόφ, Μιχαήλ Σεργκιέγιεβιτς — (Mikhail Sergeyevich Gorbachev, Πριβονλόγιε Καυκάσου 1931 –). Ρώσος πολιτικός. Σπούδασε στη νομική σχολή του πανεπιστημίου της Μόσχας και αγροτική οικονομία στη Σταυρούπολη. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του ενεργοποιήθηκε στη φοιτητική νεολαία… … Dictionary of Greek
Γλυκάς, Μιχαήλ — (12ος αι.).Χρονικογράφος και ποιητής. Όπως συνάγεται από τις επιγραφές των χειρογράφων του, ήταν γραμματικός. Το 1159, με αφορμή μία καταδίκη του σε φυλάκιση για πολιτικούς λόγους έστειλε στον αυτοκράτορα Μανουήλ ένα πολύστιχο ποίημα γραμμένο στη … Dictionary of Greek